Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

της Υεμένης

См. также в других словарях:

  • Υεμένη — Η Yεμένη βρίσκεται στο νότιο άκρο της Aραβικής Xερσονήσου. Συνορεύει με τη Σαουδική Aραβία στα βόρεια και το Oμάν στα ανατολικά.Συνορεύει με τη Σαουδική Aραβία στα βόρεια και το Oμάν στα ανατολικά.Oι πρώτοι μουσουλμάνοι που ζούσαν γύρω από τη… …   Dictionary of Greek

  • Ομάν — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει Δ με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και με τη Σαουδική Αραβία και ΝΔ με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Υεμένης. Βρέχεται Δ από τη θάλασσα της Αραβίας.Η περιοχή του Ο. βρίσκεται στο απώτατο νοτιοδυτικό άκρο της Αραβικής… …   Dictionary of Greek

  • Άντεν — (Adan).Πόλη (510.400 κάτ. το 2002) της Υεμένης στη βόρεια ακτή του μεγάλου ομώνυμου κόλπου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (530.400 κάτ. το 2002). Ένα τμήμα της πόλης έχει χτιστεί σε ηφαιστειογενή χερσόνησο και ένα άλλο στον στενό αμμώδη ισθμό… …   Dictionary of Greek

  • Μόκα — (Mukha). Πόλη και λιμάνι (περ. 156.000 κάτ. το 2001) της Υεμένης στην ακτή της Ερυθράς θάλασσας, στο στόμιο του πορθμού του Μπαμπ αλ Μαντάμπ. Έχει αναπτυγμένο εμπόριο καπνού, βαμβακιού και αιθέριων ελαίων, κυρίως όμως βασίζει την οικονομία της… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… …   Dictionary of Greek

  • μαχαίρι — Κοπτικό εργαλείο με χειρολαβή και μεταλλική λεπίδα. Η κατασκευή των μ. ποικίλει, ωστόσο η λεπίδα τους κατασκευάζεται από σίδερο ή ατσάλι, ενώ η λαβή είτε από το ίδιο μέταλλο (όπως στα τραπεζομάχαιρα), οπότε αποτελεί ενιαίο κομμάτι με τη λεπίδα,… …   Dictionary of Greek

  • Ααλή ή Αλή Μεχμέτ εμίν Πασάς — (Κωνσταντινούπολη 1815 – 1871).Τούρκος διπλωμάτης και μεταρρυθμιστής πολιτικός. Έδρασε κυρίως κατά τη βασιλεία του σουλτάνου Αβδούλ Αζίζ, τον οποίο επηρέαζε ισχυρά, έχοντας κερδίσει την εμπιστοσύνη του, χάρη στις ικανότητες που επέδειξε. Ο Α.… …   Dictionary of Greek

  • Αξώμη ή Αξούμ — (Aksum).Πόλη (34.300 κάτ. το 2002) της βόρειας Αιθιοπίας, στην επαρχία Τιγκρέ, σε υψόμετρο 2.125 μ., 15 χλμ. ΝΔ της πόλης Άντουα. Είναι σημαντικό κέντρο διάθεσης γεωργικών προϊόντων (δημητριακά, καφές κ.ά.), με αξιόλογες βιοτεχνίες υφαντών,… …   Dictionary of Greek

  • Σινάν Πασάς — Βεζύρης της Τουρκίας. Έζησε το 16o αι. Αλβανός ως προς την καταγωγή, φοίτησε στη σχολή του σουλτανικού σαραγιού και διορίστηκε έπειτα σε διάφορες διοικητικές υπηρεσίες. Διατέλεσε γενικός διοικητής πολλών επαρχιών μεταξύ των οποίων και της… …   Dictionary of Greek

  • Οσμάν πασάς — Με το όνομα αυτό είναι γνωστοί αρκετοί παράγοντες του οθωμανικού κράτους. 1. Μέγας βεζύρης της Τουρκίας στα χρόνια του σουλτάνου Μουράτ του Δ’, γιος του κατακτητή της Υεμένης και της Αιθιοπίας Τσερκές Ουζντεμίρ. Υπηρέτησε ως διοικητής στην… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»